μαντίλια

μαντίλια
η
δαντελένια ή πλεκτή εσάρπα, καλύπτρα για το κεφάλι και τους ώμους, εξάρτημα τής παραδοσιακής ενδυμασίας τών Ισπανίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. mantilla].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Χαλκίδας — Το Λαογραφικό Μουσείο Χαλκίδας ιδρύθηκε το 1981, από την Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών σε συνεργασία με το δήμο Χαλκιδέων. Η συλλογή του, η οποία σήμερα αριθμεί περισσότερα από 1.200 εκθέματα, στεγάζεται σε τρεις συνεχόμενες αίθουσες που σώζονται από …   Dictionary of Greek

  • Byzantine dance — History Greek Dance in Antiquity was originally held to have some kind of educational value, as evidenced in Plato s dialogues on this point in The Laws. However, as Greek culture gradually conquered Rome, dancing lost most of its educational… …   Wikipedia

  • δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… …   Dictionary of Greek

  • διφθερίτιδα — Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο μικρόβιο της δ. ή του Löffler. Μεταδίδεται μέσω της αναπνευστικής, γαστρεντερικής οδού ή λύσης της συνέχειας του δέρματος, από πάσχοντες ή από υγιείς φορείς του μικροβίου και σπανιότερα από μολυσμένα… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • ζεϊμπέκης — Άτακτος στρατιώτης ή χωροφύλακας στην Τουρκία του 19ου αι., που πιθανολογείται ότι προερχόταν από εξισλαμισμένους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Οι ζ. ήταν απόγονοι των Θρακών, από τους οποίους είχαν διατηρήσει πολλά χαρακτηριστικά, και αποτελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • καραμάντουλο — το και καραμάντολα, η είδος μαύρου μάλλινου ή και βαμβακερού υφάσματος με στιλπνή τη μια όψη, με το οποίο κατασκευάζουν ελαφρά γυναικεία παπούτσια ή παντόφλες και, στην Κρήτη, ανδρικά πουκάμισα, βράκες και μαντίλια τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • μαντίλωμα — το συν. στον πληθ. τα μαντιλώματα έθιμο κατά το οποίο ο ιδιοκτήτης ανεγειρόμενου σπιτιού και οι συγγενείς του προσφέρουν στους μαστόρους μαντίλια και άλλα δώρα, μόλις τελειώσει το κτίσιμο τών τοίχων, αλλ. δωρίσματα, χαρίσματα κ.ά …   Dictionary of Greek

  • μαρκάρω — και μαρκαρίζω 1. βάζω μάρκα πάνω σε ένα αντικείμενο, χαράσσω ή σταμπάρω κάποιο αντικείμενο με χαρακτηριστικό εμπορικό ή αναγνωριστικό σήμα («μαρκάρισα τα μαντίλια μου») 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με το βλέμμα μου κάποιον ανάμεσα σε πολλούς («τόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”